- νεοφερμένος
- νεόφερτος, η , ο1) новоприбывший, новоприезжий; 2) недавно привезённый (о предметах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεοφερμένος — και νιοφερμένος, η, ο αυτός που ήλθε πρόσφατα ή αυτός που τόν έφεραν πρόσφατα, νιόφερτος … Dictionary of Greek
νεοφερμένος — η, ο αυτός που πρόσφατα ήρθε ή τον έφεραν, αλλ. νιόφερτος: Νεοφερμένοι πρόσφυγες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νέηλυς — ο, η (Α νέηλυς, ήλυδος) αυτός που ήλθε πρόσφατα ή για πρώτη φορά σε έναν τόπο, νεοφερμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + ηλυς (< θ. ελυθ μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ τού ἐλεύθω «έρχομαι»), πρβλ. έπ ηλυς, μέτ ηλυς. Το η τού τ. (αντί ελυς)… … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεόφερτος — και νιόφερτος, η, ο νεοφερμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
νιοφερμένος — η, ο βλ. νεοφερμένος … Dictionary of Greek
νεόφερτος — η, ο βλ. νεοφερμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)